- λαμυρός
- λαμυρός, -ά, -όν (Α)1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν)2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.)3. θρασύς, αναιδής4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη5. (με καλή σημ.) κομψός, ευχάριστος («Κλεοπάτρας... λαμυρᾱς φανείσης», Πλούτ.)6. διαυγής, λαμπρός.επίρρ...λαμυρῶς (Α)με θρασύτητα, αναιδής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμυρός εμφανίζει επίθημα -υρός (πρβλ. βδελ-υρός, γλαφ-υρός). Το θ. λαμ- πιθ. < *lm- (συνεσταλμένη βαθμίδα) < ΙΕ ρίζα *lem-, που εκφράζει την έννοια τής εκδίκησης και τής δίψας για εκδίκηση. Η σύνδεση όμως τής λ. με λατ. lemures «φαντάσματα», λιθουαν. lemoti «είμαι διψασμένος για...», λεττον. lamat «εξυβρίζω», που ανάγονται στην ίδια ρίζα, δεν φαίνεται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.